Μεταφράστε τη σελίδα

Αναζήτηση / Search

Socratic News


Are you interested in Democracy ?

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Γιατί οι Έλληνες θεοί έπιναν Νέκταρ και έτρωγαν Αμβροσία;

Hebe Goddess of youth, daughter of Zeus and He...Image via Wikipedia
νέκταρ , αροςnectar, the drink of the gods, as ambrosia is their food, Il. 1.598Il. 4.3, applied as a preservative against decay, Il. 19.38. Why the lexicons say that νέκταρ means wine when the Cyclops speak of a ‘sample of nectar and ambrosia,’ we do not know, Od. 9.359.



νέκταρ 1
I. nectar, the drink of the gods, as ambrosia was their food, Hom., etc.; poured like wine by Hebe, and mixed with water, id=Hom.
II. metaph., νέκταρ μελισσᾶν, i. e. honey, Eur.: of perfumed unguentAnth.:—Pind. calls his Ode νχυτόν.
1 ne/kta^r, a^ros, eos, to/,



νέκταρ, αρος: νέκταρ, το ποτό των θεών, όπως είναι η αμβροσία τροφή τους, Il. 1.598, Il. 4.3, εφαρμόζονται ως συντηρητικό κατά αποσύνθεση, Il. 19.38. Γιατί τα λεξικά λένε ότι νέκταρ σημαίνει κρασί, όταν ο Κύκλωπας μιλούν για ένα «δείγμα του νέκταρ και αμβροσία,« δεν γνωρίζουμε, Od. 9.359.


νέκταρ  

  • Ι. νέκταρ, το ποτό των θεών, όπως αμβροσία ήταν τροφή τους, Hom, κλπ?. χύνεται όπως το κρασί από την Ήβη, και αναμειγνύεται με νερό, id = Hom. 
  • II. metaph, νέκταρ μελισσᾶν, δηλαδή το μέλι, Eur:.. από αρωματικά αλοιφή, Anth:.-Πίνδ. κλήσεις Ωδή ν του. χυτόν. 1 ΝΕ / KTA ^ Ρ, μια ^ ROS, EOS, να /,



ἀμβροσί-α , Ion. -ιη, ,

A. immortality, rare in general sense, “σώματος .” Epigr.Gr.338 (Cyzicus); usu. elixir of life, as used by gods for food, Od.5.93, etc.; as perfume, 4.445; as unguent, Il.14.170, cf. 16.680; as pasture for horses, 5.777; coupled with νέκταρ (q. v.), the two distinguished as food and drink, Od.5.93(later reversed, . being drunk, Sapph.51Ar.Eq.1095Anaxandr.57), cf. Pi.O.1.62P.9.63,Arist.Metaph.1000a12A. R.4.871Theoc.15.108; “βολβοφακῆ δ᾽ἴσον ἀμβροσίῃ Ψύχουςκρυοέντος” Chrysipp.Stoic.3.178; allegorically expl. as vapour, Democr.25.
2. in religious rites, mixture of water, oil, and various fruits, Anticl.13.
3. Medic., name for antidote, Zopyr. ap. Cels.5.23Gal.14.149; also of an external emollient, Aeumc;t.14.2.
4. ambrose, Ambrosia maritima, Dsc.3.114.
b. Corinthian, = κρίνονNic.Fr.126.
c. ἀείζωον μέγαDsc.4.88.
d. vine whose grapes were eaten, Plin.HN14.40.


ἀμβροσία, Ion. -Ιη, ἡ, αθανασία Α., σπάνια στην γενική έννοια, «σώματος ἀμβροσία≫ Epigr.Gr.338 (Κύζικου) χρήση. ελιξίριο της ζωής, όπως χρησιμοποιείται από τους θεούς ως τρόφιμα, Οδύσσεια.5.93, κλπ όπως αρώματα, 4.445? ως αλοιφή, Il.14.170, ΚΙ. 16.680 Ως βοσκή για τα άλογα, 5.777 Σε συνδυασμό με το νέκταρ (ς.ν.), οι δύο διακρίνονται για τα τρόφιμα και τα ποτά, Od.5.93 (συνέχεια αντιστράφηκε, ἀμβροσία, μέθυσος, Sapph.51, Ar.Eq.1095, Anaxandr.57.) , CF. Pi.O.1.62, P.9.63, Arist.Metaph.1000a12, AR4.871, Theoc.15.108 ≪Βολβοφακῆ δἴσον ἀμβροσίῃ Ψύχους κρυοέντος≫ Chrysipp.Stoic.3.178 Αλληγορικά εκφρ. ως ατμός, Democr.25.




  1. σε θρησκευτικές τελετές, μείγμα από νερό, λάδι, και διάφορα φρούτα, Anticl.13. 
  2. Medic., Όνομα για το αντίδοτο, Zopyr. ΑΠ. Cels.5.23, Gal.14.149? Επίσης από μια εξωτερική μαλακτικό, Aeumc? T.14.2.
  3.  Αμβρόσιος, Αμβροσία maritima, Dsc.3.114. 
    1. β. Κορινθιακό, = κρίνον, Nic.Fr.126. 
    2. γ. = Ἀείζωον μέγα, Dsc.4.88. 
    3. δ. αμπέλου των οποίων τα σταφύλια είχαν φάει, Plin.HN14.40.



Αμβροσία είναι από το στερητικό α και το βρώσις δηλαδή άνευ άλωσεως, είναι αναλλοίωτοι.

Σχετικά Άρθρα