Μεταφράστε τη σελίδα

Αναζήτηση / Search

Socratic News


Are you interested in Democracy ?

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

ετυμολογία: οικονομία

Cover of "A Greek-English Lexicon, Ninth ...Cover via Amazon
Ετυμολογία (Αλήθεια) της Οικονομίας

Περιέχει δύο έννοιες: Οίκος ως οικογένεια και νομή από το ρήμα νέμω.

Ο οίκος είναι το σύνολο των συγγενών ή μη που ζουν στην ίδια οικία.

Η νομή είναι ο διαμοιρασμός.

Ο νομεύς είναι ο ηγέτης που νέμει δηλαδή διαμοιράζει. Η συνήθεια (συν και ήθος - αλλά και το ήθος ή έεθος σημαίνει έθιμο δηλαδή κοινωνική πρακτική) αυτή μετά από πολλές επαναλήψεις γίνεται νόμος.

Η όλη λέξη εκφράζει την διανομή των αγαθών στους οικείους κατα το σύνηθες της κοινωνίας (κοινός νους).

Δηλαδή η οικονομία βασίζεται στις κοινωνικές παραδόσεις τις συνήθεις πρακτικές κατανόησης του αποδεκτού, δικαίου και σωστού τρόπου διανομής των αγαθών σε μια κοινωνική ομάδα, οικογένεια η και σε ολόκληρο κράτος.

Εάν κατά το σύγχρονο φαινόμενο τρόπο διαχείρισης του δημοσίου χρήματος υπήρχαν ατασθαλίες, κλοπές , σπατάλες και αδιαφάνειες είναι λογικό χρησιμοποιώντας την ανωτέρω λογική σειρά να καταλάβουμε ότι η ελληνική οικονομία πάσχει για τον απλό λόγο ότι η ελληνική κοινωνία έχει λανθασμένα ιδανικά και πρακτικές δικαίου και αποδεκτού τρόπου διανομής των αγαθών. Και στη περίπτωση που τα αγαθά είναι δανεικά θα πρέπει να μάθουμε να τα επιστρέφουμε, και όταν είναι αποτελέσματα κλοπής να επιστρέφονται και να τιμωρούνται οι κλέφτες.

Πηγή www.Perseus.tufts.edu Greek Word Study Tool.

οἶκος
house
(Show lexicon entry in LSJ Middle Liddell Slater Autenrieth) (search)
οἰκός
noun sg masc nom

οἶκος
noun sg masc nom


οἶκος (ϝοῖκος, cf. vicus): house as home, including the family, and other inmates and belongings, Od. 2.45, 48; said of the tent of Achilles, the cave of Polyphemus, Il. 24.471, 572; the women's apartment, Od. 1.356, cf. 360.
νομή
a pasture, pasturage
(Show lexicon entry in LSJ Middle Liddell) (search)
νομή
noun sg fem voc attic epic ionic

νομή
noun sg fem nom attic epic ionic


II. dealer out, distributor,ἀγαθῶνPl.Lg.931d, cf. Min. 317d, 321b.
  1. pl., = ἐγκοίλια, ribs of a ship, Hdt.1.194, 2.96, cf. Hsch.; also, = σχοῖνοι ἀρμένων, Id

νέμω
dispense, divide, assign
(Show lexicon entry in LSJ Middle Liddell Slater Autenrieth) (search)
νέμω
verb 1st sg pres subj act

νέμω
verb 1st sg pres ind act

νέμω
verb 1st sg fut ind act attic epic doric contr


νέμω , aor. ἔνειμα, νεῖμεν, imp. νεῖμον: I. act., dispense, divide, assign, μοίρα_ς, κρέα, etc.; τινί τι, Γ 274, Od. 6.188; then pasture or tend flocks, Od. 9.233; pass., be consumed (cf. the mid.), πυρί, Il. 2.780.—II. mid., have to oneself, possess, enjoy, πατρώια, τέμενος, υ 336, Il. 12.313; inhabit, Od. 2.167; then feed (upon), esp. of flocks and herds, graze, Il. 5.777, Od. 13.407, Od. 9.449.


νόμος
noun sg masc nom


νόμος (“-ος, -, -ον; -ων, -οις”.)
1.
a. custom, tradition “ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενονO. 8.78πόλινὙλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσεP. 1.62οὔτ᾽ ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ̓ ἐν θεῶν νόμοις” (sc. “Κένταυρον”) P. 2.43Ἀσκλαπιόν: τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον” (v. l. “νομόν”) N. 3.55 (“ἔνεπεν αὐτόν”) “γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ σεμνὸν αἰνήσειν νόμον” (“νόμον, νομόν Σ”: “δόμον, γάμον” codd.) N. 1.72τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις Ἀδραστείῳ νόμῳN. 10.28ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳI. 2.38
2. pro pers., Custom “Νόμος πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων” (“wenns die Menschen für gerecht erklären, wird auch die Gewalttat gerechtfertigt” Wil., 462: contra, Treu, Rh. M., 1963, 193ff.: v. Ostwald, H. S. C. P., 1965, 109ff.) fr. 169. 1.

A. [select] accustomed, usual, “ἔθιμόν [ἐστί] μοιD.S.29.32; “τὰν . τοῖς ἐφήβοις θυσίανSupp.Epigr.1.327.3 (Callatis); “ . Ῥωμαίων ὅρκοςBGU581.5 (ii A.D.), etc.; τὸ . usage, A.D.Synt.77.27; τὰ . customs, Ath.4.151e; “κατὰ τὰ .IG12(7).237.26 (Amorgos, i B. C.). Adv. -μως A.D. Pron.78.25.

ἔτυ^μος , ον, also η, ον S.Ph.205 (lyr.) (only in neut. in Hom.):— poet. Adj.
II. ἔτυμον, τό, as Subst., the true sense of a word according to its origin, its etymology, D.S.1.11, Plu.2.278c, Ath.13.571d. Adv. -μως etymologically, Arist.Mu.400a6, Str.9.2.17, Ph.1.30: Comp. -ώτερον EM526.2: Sup. -ώτατα Nicom.Ar.2.27.—Never in Att. Prose; in later writers only in signf. 11, exc. in Pl.Ax.366b.



Σχετικά Άρθρα