Cover via Amazon
Πηγή www.Perseus.tufts.edu Greek Word Study Tool.
Ετυμολογία (Αλήθεια) της Οικονομίας
Περιέχει δύο έννοιες: Οίκος ως οικογένεια και νομή από το ρήμα νέμω.
Ο οίκος είναι το σύνολο των συγγενών ή μη που ζουν στην ίδια οικία.
Η νομή είναι ο διαμοιρασμός.
Ο νομεύς είναι ο ηγέτης που νέμει δηλαδή διαμοιράζει. Η συνήθεια (συν και ήθος - αλλά και το ήθος ή έεθος σημαίνει έθιμο δηλαδή κοινωνική πρακτική) αυτή μετά από πολλές επαναλήψεις γίνεται νόμος.
Η όλη λέξη εκφράζει την διανομή των αγαθών στους οικείους κατα το σύνηθες της κοινωνίας (κοινός νους).
Δηλαδή η οικονομία βασίζεται στις κοινωνικές παραδόσεις τις συνήθεις πρακτικές κατανόησης του αποδεκτού, δικαίου και σωστού τρόπου διανομής των αγαθών σε μια κοινωνική ομάδα, οικογένεια η και σε ολόκληρο κράτος.
Εάν κατά το σύγχρονο φαινόμενο τρόπο διαχείρισης του δημοσίου χρήματος υπήρχαν ατασθαλίες, κλοπές , σπατάλες και αδιαφάνειες είναι λογικό χρησιμοποιώντας την ανωτέρω λογική σειρά να καταλάβουμε ότι η ελληνική οικονομία πάσχει για τον απλό λόγο ότι η ελληνική κοινωνία έχει λανθασμένα ιδανικά και πρακτικές δικαίου και αποδεκτού τρόπου διανομής των αγαθών. Και στη περίπτωση που τα αγαθά είναι δανεικά θα πρέπει να μάθουμε να τα επιστρέφουμε, και όταν είναι αποτελέσματα κλοπής να επιστρέφονται και να τιμωρούνται οι κλέφτες.
Πηγή www.Perseus.tufts.edu Greek Word Study Tool.
οἶκος
house
οἰκός
|
noun sg masc nom
| |
οἶκος
|
noun sg masc nom
|
οἶκος (ϝοῖκος, cf. vicus): house as home, including the family, and other inmates and belongings, Od. 2.45, 48; said of the tent of Achilles, the cave of Polyphemus, Il. 24.471, 572; the women's apartment, Od. 1.356, cf. 360.
νομή
a pasture, pasturage
νομή
|
noun sg fem voc attic epic ionic
| |
νομή
|
noun sg fem nom attic epic ionic
|
A. herdsman, “κύνες τ᾽ ἄνδρες τε νομῆες” Il.17.65; δύω δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο νομῆες, opp. the chief herdsman, Od.17.214, cf. 16.3, 17.246: generic term including the special αἰπόλος, βουκόλος, ποιμήν, συβώτης, cf. Pl.Tht. 174d, R.370d; “βοῶν ἀγέλης ν.” X.Mem.1.2.32; “ν. προβάτων” Arist.EN 1161a14.
νέμω
dispense, divide, assign
νέμω
|
verb 1st sg pres subj act
| |
νέμω
|
verb 1st sg pres ind act
| |
νέμω
|
verb 1st sg fut ind act attic epic doric contr
|
νέμω , aor. ἔνειμα, νεῖμεν, imp. νεῖμον: I. act., dispense, divide, assign, μοίρα_ς, κρέα, etc.; τινί τι, Γ 274, Od. 6.188; then pasture or tend flocks, Od. 9.233; pass., be consumed (cf. the mid.), πυρί, Il. 2.780.—II. mid., have to oneself, possess, enjoy, πατρώια, τέμενος, υ 336, Il. 12.313; inhabit, Od. 2.167; then feed (upon), esp. of flocks and herds, graze, Il. 5.777, Od. 13.407, Od. 9.449.
νόμος
|
noun sg masc nom
|
1.
a. custom, tradition “ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον” O. 8.78 “πόλιν — Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε” P. 1.62 “οὔτ᾽ ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ̓ ἐν θεῶν νόμοις” (sc. “Κένταυρον”) P. 2.43 “Ἀσκλαπιόν: τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον” (v. l. “νομόν”) N. 3.55 (“ἔνεπεν αὐτόν”) “γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ σεμνὸν αἰνήσειν νόμον” (“νόμον, νομόν Σ”: “δόμον, γάμον” codd.) N. 1.72 “τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις Ἀδραστείῳ νόμῳ” N. 10.28 “ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ” I. 2.38
b. political tradition, regime “ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι” P. 2.86 “ἀδελφεοῖσί τ᾽ ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες” P. 10.70
c. tune, melody “ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληίδι μολπᾷ χρή” (v. [Plut.], “περὶ μουσικῆς”, § 7) O. 1.101 “ἀλλά νιν εὑροῖς᾿” (“Ἀθάνα”) “ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ᾽ ἀγώνων” P. 12.23 “φόρμιγγ᾽ Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων” N. 5.25 “νόμων ἀκούοντες θεόδματον κέλαδον” fr. 35c.
2. pro pers., Custom “Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων” (“wenns die Menschen für gerecht erklären, wird auch die Gewalttat gerechtfertigt” Wil., 462: contra, Treu, Rh. M., 1963, 193ff.: v. Ostwald, H. S. C. P., 1965, 109ff.) fr. 169. 1.
A. [select] accustomed, usual, “ἔθιμόν [ἐστί] μοι” D.S.29.32; “τὰν ἔ. τοῖς ἐφήβοις θυσίαν” Supp.Epigr.1.327.3 (Callatis); “ὁ ἔ. Ῥωμαίων ὅρκος” BGU581.5 (ii A.D.), etc.; τὸ ἔ. usage, A.D.Synt.77.27; τὰ ἔ. customs, Ath.4.151e; “κατὰ τὰ ἔ.” IG12(7).237.26 (Amorgos, i B. C.). Adv. -μως A.D. Pron.78.25.
A. true, ψεύσομαι, ἦ ἔτυμον ἐρέω; Il.10.534; “φάμ᾽ ἔτυμον” S. Ant. 1320 (lyr.), cf. Call.Fr.1.39 P.; “ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα” Od.19.203, cf. Hes.Th.27, Thgn.713; οἵ ῥ᾽ ἔτυμα κραίνουσι those [dreams] have true issues, Od.19.567; γνώσει τάδ᾽ ὡς ἔ. A.Pr. 295 (anap.); “ἔ. λόγος” Stesich. 32, Pi.P.1.68; ἔ. ἄγγελος, φήμη, φάτις, A.Th.82 (lyr.), E.El.818, Ar.Pax114 (anap.); “βάλλει μ᾽ ἐτύμα φθογγά” S.Ph.205 (lyr.); “πάθεα” A.Eu.496; τέχνη Dor. ap. Pl.Phdr.260e; ὡς ἔτυμ᾽ ἑστάκαντι how natural . . , Theoc.15.82.
2. neut. ἔτυμον, as Adv., “ἀλλ᾽ ἔτυμόν τοι ἦλθ᾽ Ὀδυσεύς” Od.23.26; “οὔ σ᾽ ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι” Il.23.440; “ὡς ἔτυμον” AP7.352: regul. Adv. -μως Xenoph. 8.4, Pi.O.6.77, A.Th.918 (lyr.), B.12.228, etc.; “ὡς ἐτύμως” A.Eu.534 (lyr.).
II. ἔτυμον, τό, as Subst., the true sense of a word according to its origin, its etymology, D.S.1.11, Plu.2.278c, Ath.13.571d. Adv. -μως etymologically, Arist.Mu.400a6, Str.9.2.17, Ph.1.30: Comp. -ώτερον EM526.2: Sup. -ώτατα Nicom.Ar.2.27.—Never in Att. Prose; in later writers only in signf. 11, exc. in Pl.Ax.366b.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου