Βοή + Θέω: άναρθρη κραυγή (μουγκρητό, ο βούς βοά βοή) ως προτροπή και κάλεσμα μας για την θέαση μας δια της μεταβάσεως προς οπτική παρουσία και υποστήριξη κάποιου. Η άναρθρη βοή του καλούντος πρέπει να συμβολίζει την μέγιστη προσπάθεια προς την επίτευξη κάποιου σκοπού, έργου, μάχης ή ανάγκης ώστε να μην είναι σε θέση να ομιλήσει δια του λόγου, ή την ανικανότητα του να ομιλήσει. Αλλά η θέασις μας έμπροσθεν του, προδηλώνει την συμπαράσταση μας στο έργο του και την προαίρεση μας υπέρ του σκοπού του.
Από το ELETO-OROGRAMMA έχουμε αυτό:
βοηθώ, βοήθεια
βοηθώ - παρέχω τη συνδρομή μου σε κάποιον στην εργασία του ή στο έργο που γενικά παράγει ή προκειμένου να αντιμετωπίσει κάποιο κίνδυνο ή κάποια έκτακτη κατάσταση.
Μας προβλημάτισε το ρήμα και αναρωτηθήκαμε μήπως η ετυμολογία του είναι βοηθώ < βοή + θέω (τρέχω) δηλαδή «τρέχω στη βοή (κραυγή, έκτακτο, ασυνήθιστο ήχο) προκειμένου να συνδράμω σε κάτι (ενδεχομένως επείγον ή και προς πρόληψη κινδύνου.
Η σύντομη λεξικογραφική αναζήτησή μας απέδωσε τα εξής:
Μας προβλημάτισε το ρήμα και αναρωτηθήκαμε μήπως η ετυμολογία του είναι βοηθώ < βοή + θέω (τρέχω) δηλαδή «τρέχω στη βοή (κραυγή, έκτακτο, ασυνήθιστο ήχο) προκειμένου να συνδράμω σε κάτι (ενδεχομένως επείγον ή και προς πρόληψη κινδύνου.
Η σύντομη λεξικογραφική αναζήτησή μας απέδωσε τα εξής:
ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛ. ΛΕΞΙΚΟ (Τεγόπουλου – Φυτράκη):
βοηθός < βοή + θέω (=τρέχω) – αυτός που συντρέχει
βοηθώ < βοηθός
βοηθός < βοή + θέω (=τρέχω) – αυτός που συντρέχει
βοηθώ < βοηθός
ΛΕΞΙΚΟ Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ:
βοηθός < βοηθόος < βοή + θόος < θέω (=τρέχω) σύνθετο από τη φράση (επί) βοήν θέω = σπεύδω στην κραυγή
βοηθώ < βοηθέω < βοηθοέω < βοηθόος (βοηθός)
βοηθός < βοηθόος < βοή + θόος < θέω (=τρέχω) σύνθετο από τη φράση (επί) βοήν θέω = σπεύδω στην κραυγή
βοηθώ < βοηθέω < βοηθοέω < βοηθόος (βοηθός)
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, J. B. Hoffman:
βοηθόος (ομηρικό), βοηθός < βοή + θόος επί τη βάσει της φράσεως βοήν θέει κυριολεξία: «ο σπεύδων εις την φωνήν της ανάγκης, ο τρέχων προς τον επικαλούμενον βοήθειαν» (πβ. βοηδρομείν «σπεύδειν προς βοήθειαν, βοηθείν)
βοηθώ < βοηθέω < βοηθοέω
βοηθόος (ομηρικό), βοηθός < βοή + θόος επί τη βάσει της φράσεως βοήν θέει κυριολεξία: «ο σπεύδων εις την φωνήν της ανάγκης, ο τρέχων προς τον επικαλούμενον βοήθειαν» (πβ. βοηδρομείν «σπεύδειν προς βοήθειαν, βοηθείν)
βοηθώ < βοηθέω < βοηθοέω
Ώστε το ρήμα βοηθώ < βοηθέω < βοηθοέω έφτασε σε μας από τα Αρχαιοελληνικά όπου ήταν ήδη παράγωγο του ουσιαστικού βοηθός < βοηθόος φέρνοντας ως τις μέρες μας το θέειν του βοηθού προς την βοήν της ανάγκης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου