Image via Wikipedia
ΟΙ ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ
Ὅταν οἱ μυθικοὶ καὶ ἡρωικοὶ χρόνοι, ἄρχισαν νὰ παραχωροῦν τὴν θέση τους στοὺς ἱστορικοὺς χρόνους τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας καὶ ὅλα τὰ μυθεύματα καὶ τὰ πλάσματα τῆς φαντασίας ποὺ διαπαιδαγωγοῦσαν μέχρι τότε τοὺς λαούς, ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν μπροστὰ στὴν πραγματικότητα καὶ τὴν κρίση. Ἀνάμεσα στὸν Ζ´ καὶ Στ´ αἰῶνα π.Χ. γεννήθηκαν καὶ ἄκμασαν συγχρόνως οἱ ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ τῆς Ἀρχαιότητας.
Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ ὑμνούμενος ἕως τότε βίος τῶν Ἡρῴων καὶ τῶν Ἡμιθέων ἀρχίζει σιγὰ-σιγὰ νὰ χάνει τὴν αἴγλη του καὶ βίος θετικότερος καὶ πραγματικότερος νὰ διαλύει τὴν γοητεία τῶν θρύλων. Ὁ ἔμμετρος λόγος παραχωρεῖ τὴν θέση του στὸν πεζό, τὸ πνεῦμα ἐπικρατεῖ τῆς ὕλης καὶ ἡ βάναυση σωματικὴ ρώμη κάμπτεται μπροστὰ στὴν παιδεία καὶ τὸν ὀρθολογισμό. Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ἡ ἐποχὴ μιᾶς ἐπαναστατικῆς ἐκπολιτίσεως καὶ ἐκπαιδεύσεως τῆς Ἑλλάδας, ἡ ὁποία συντέλεσε στὴν πρώτη πνευματικὴ ἀφύπνιση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁποία τεράστιο πρωτοποριακὸ ρόλο ἔπαιξαν οἱ 7 σοφοί.
Εἶναι τόσος ὁ θαυμασμὸς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιὰ τοὺς σοφοὺς αὐτοὺς ἄνδρες, ὥστε ὁ Πίνδαρος, ὁ μέγιστος λυρικὸς ποιητὴς τῆς Ἀρχαιότητας (522 π.Χ.) δὲν τοὺς θεωρεῖ ὡς γέννημα ἀνθρώπων, ἀλλὰ τοὺς δέχεται ὡς γιοὺς τοῦ Ἥλιου, ποὺ μὲ τὴν ἴδια μὲ αὐτὸν ἀκτινοβολία, φώτισαν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὴν καθοδήγησαν στὴν ὁδὸ τοῦ καθήκοντος καὶ τῆς ἀρετῆς.
Καὶ εἶναι πράγματι τόσο μεγάλη ἡ ἐπίδραση ποὺ εἶχε στοὺς μεταγενέστερους ἡ θείας ἔμπνευσης βραχύλογη διδασκαλία τους, ὥστε ν᾿ ἀποτελέσει σταθμὸ γιὰ τὴν περαιτέρω πνευματικὴ ἐξέλιξη καὶ διάπλαση τοῦ χαρακτῆρα τῶν ἀνθρώπων, νὰ θεωρεῖται δὲ ἀκόμη καὶ σήμερα, ἔπειτα ἀπὸ 28 σχεδὸν Αἰῶνες ὡς ἡ πρώτη πνευματικὴ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ξεπήδησε ἡ ἀληθινὴ ἔννοια τοῦ δικαίου, τῆς ἰσότητας καὶ τῆς ἠθικῆς.
Τὰ ὑπέροχα γνωμικά τους, τὰ ὁποῖα ὁ Παυσανίας ὀνομάζει «ὠφελήματα» για τὸν ἀνθρώπινο βίο, οἱ Ἀρχαῖοι ἀνέγραψαν στο τέμενος τοῦ Ἀπόλλωνα στους Δελφούς, για νὰ παραμείνουν ἐκεῖ γιὰ πάντα, ὡς μόνιμα καὶ αἰώνια σύμβολα τοῦ Κώδικα τῆς ἠθικῆς δεοντολογίας «... Ἐν δὲ τῷ προνάῳ τῷ ἐν Δελφοῖς, γεγραμμένα ἐστὶν ὠφελήματα ἀνθρώποις ἐς βίον· γραφὴ δὲ ὑπὸ ἀνδρῶν οὓς γενέσθαι σοφοὺς λέγουσιν Ἕλληνες (Παυσανίας, Χ, κδ´ 857).
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ (1)Ἑπτὰ Σοφῶν Κλεόβουλε, σὲ μὲν τεκνώσατα ΛίνδοςἈμφὶ δὲ Σισυφία χθὼν Περίανδρον ἔχει Πιττακὸν ἡ Μιτυλήνα, Βίαντα δὲ διὰ Πριήνη, Μίλητος δὲ Θαλῆν, ἄκρον ἔρεισμα δίκας. Ἃ Σπάρτα Χείλωνα, Σόλωνα δὲ Κεκροπὶς αἶα. Πάντας ἀριζάλου σωφροσύνας φύλακας. | (μετάφραση)Ἀπὸ τοὺς Ἑπτὰ σοφοὺς Κλεόβουλε, ἐσένα μὲν σὲ γέννησε ἡ Λίνδος Ἡ Πατρίδα δὲ τοῦ Σισύφου, ἔκαμε τὸν Περίανδρον. Τὸν Πιττακὸν τὸν γέννησε ἡ Μυτιλήνη, τὸν Βίαντα δὲ ἡ περιφανὴς Πριήνη, Ἡ Μίλητος ὁμοίως τὸν Θαλῆν, τὸν μεγαλύτερο ὑπέρμαχο τῆς Δικαιοσύνης. Ἡ Σπάρτη ἔχει τὸν Χείλωνα, τὸν Σόλωνα δὲ ἡ γῆ τοῦ Κέκροπος. Ὅλοι δὲ ὑπήρξατε Οἱ φύλακες τῆς ὑπέροχης σωφροσύνης. |
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ 60ον | |
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ (2)Ἑπτὰ σοφῶν ἐρεῷ κατ᾿ ἔπος πόλιν, οὔνομα, φωνήν.Μέτρον μὲν Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος εἶπεν ἄριστον. Χίλων δ᾿ ἐν κοίλῃ Λακεδαίμονι. Γνῶθι σεαυτόν. Ὃς δὲ Κόρινθον ἔναιε, χόλου κρατέειν Περίανδρος. Πιττακὸς οὐδὲν ἄγαν, ὃς ἑὴν γένος ἐκ Μυτιλήνης. Τέρμα δ᾿ ὁρᾶν βιότοιο, Σόλων ἱεραῖς ἐν Ἀθήναις. Τοὺς πλέονας κακίους δὲ Βίας ἀπέφηνε Πριηνεύς. Ἐγγύην φεύγειν δὲ Θαλῆς Μιλήσιος ηὔδα. | (μετάφραση)Θὰ μνημονεύσω σύντομα, τὸ ὄνομα, τὴν πατρίδα καὶ ἀπὸ ἕνα γνωμικὸ τῶν Ἑπτὰ σοφῶν:Ὁ μὲν Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος, εἶπεν ὅτι κάθε τί ποὺ γίνεται μὲ μέτρο εἶναι τὸ καλύτερο. Ὁ Χείλων δὲ εἰς τὴν κοίλην Λακεδαίμονα, τὸ Γνῶθι σαυτόν. Ὁ Περίανδρος ποὺ ἐδόξασε τὴν Κόρινθο, ὅτι πρέπει νὰ συγκρατεῖς τὸ θυμό σου. Ὁ Πιτακός που καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, νὰ μὴν εἶσαι σὲ τίποτα ὑπερβολικός. Ὁ Σόλων ἀπὸ τὴν ἱερὴ Ἀθῆνα, ὅτι πρέπει πάντοτε νὰ βλέπεις ποῦ θὰ εἶναι τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι κακοί, εἶπε ὁ Βίας ὁ Πριηνεὺς καὶ Νὰ ἀποφεύγεις τὴν ἐγγυήση, ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος. |
Αnthologia Graeca Griedericus Jacobs. Τόμος 4ος, Ἐπίγραμμα ΧΧΧ |
ΒΙΑΣ
Οἱ ἀγαθοὶ εὐαπάτητοι. | Οἱ καλοὶ εὔκολα ἐξαπατῶνται. |
Μήτε εὐήθης ἴσθι μήτε κακοήθης. | Οὔτε ἀγαθιάρης νὰ εἶσαι, οὔτε κακοήθης. |
Ὃ ἂν ἕλῃ, βεβαίως τηρῶν διάμενε. | Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἤθελες ἐκλέξει νὰ κανείς, συνέχισέ το σταθερά. |
Βραδέως ἐγχείρει τοῖς πραττομένοις. Ἐγχειρίσας δὲ πρᾶττε βεβαίως. | Νὰ ἐπιχειρεῖς ἀργὰ (καὶ κατόπιν σκέψεως) αὐτὰ τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ κάνεις. Ὅταν ὅμως τὰ ξεκινήσεις νὰ ἐνεργεῖς μὲ ἀποφασιστικότητα. |
Βραδέως ἐγχείρει, ὃ δ᾿ ἂν ἄρξῃ διαβεβαιοῦ. | Βραδέως νὰ ἐπιχειρεῖς κάτι. Ἐκεῖνο ὅμως που θὰ ἀρχίσεις νὰ κανεὶς νὰ τὸ παρακολουθεῖς ὅτι θὰ γίνει. |
Ἀτυχῆ εἶναι τὸν ἀτυχίαν μὴ φέροντα. | Ἀτυχὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει τὴν ἀτυχία. |
Τὸ γνῶθι σαυτὸν χρήσιμον εἰς νουθεσίαν τῶν ἀλαζόνων, οἳ ὑπὲρ τὴν ἑαυτῶν δύναμιν φλυαροῦσιν. | Τὸ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του εἶναι ὠφέλιμο στους ἀλαζόνες, οἱ ὁποῖοι φλυαροῦν ὑπερβάλλοντες τὴν δύναμη τους. |
Ἀφροσύνην μὴ προσδέχου. | Τὴν ἀφροσύνη νὰ μὴν τὴν παραδέχεσαι. |
Φρόνησιν ἀγάπα. | Νὰ ἀγαπᾷς τὴν σύνεση. |
Δοκεῖ ἔνδοξος γενέσθαι καὶ βασιλεὺς καὶ τύραννος εἰ τρόποις χρῶτο τοῖς νόμοις τῆς πατρίδος. | Εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ γινόταν ἔνδοξος καὶ Βασιλεὺς καὶ Τύραννος, ἐὰν συμπεριφερόταν σύμφωνα μὲ τοὺς Νόμους τῆς Πατρίδας. |
Ἄρχεσθαι μαθών, ἄρχειν ἐπιστήσῃ. | Ἂν μάθεις πρῶτα νὰ κυβερνάσαι, θὰ μάθεις καὶ νὰ κυβερνᾷς. |
Κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν ἐν ᾗ πάντες ὡς τύραννον φοβοῦνται τὸν νόμον. | Ἡ πλέον καλὴ ἀπὸ ὄλες τις δημοκρατίες, εἶναι ἐκείνη στην ὁποία ὅλοι σὰν τύραννο φοβοῦνται τὸν νόμο. |
Τί γλυκὺ ἀνθρώποις; Ἐλπίς. | Τί εἶναι γλυκὸ στοὺς ἀνθρώπους; Ἡ Ἐλπίδα. |
Ἀνάξιον ἄνδρα μὴ ἐπαίνει διὰ πλοῦτον. | Τὸν ἀνάξιο ἄνδρα μὴν τὸν ἐπαινεῖς για τὰ πλούτη του. |
Νόσος ψυχῆς, τὸ τῶν ἀδυνάτων ἐρᾶν. | Εἶναι ἀρρώστεια τῆς ψυχῆς, τὸ νὰ ἐπιθυμεῖ κανεὶς τὰ ἀδύνατα. |
Τῶν θανάτων κακός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῶν νόμων ἐπαγόμενος. | Ἀπὸ τοὺς θανάτους κακὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ Νόμου. |
Ζῆν κρίττόν ἐστι ἐπὶ στοιβάδος κατακείμενον καὶ θαρρεῖν ἢ ταράττεσθαι χρυσὴν ἔχοντα κλίνην. | Εἶναι προτιμότερο νὰ ζει κανεὶς ξαπλωμένος πάνω σὲ στρῶμα φτωχικὸ καὶ νὰ διατηρεὶ τὸ θάρρος του, παρὰ νὰ ἀγωνιᾶ πάνω σὲ χρυσὸ κρεβάτι. |
Περὶ θεῶν λέγε, ὥς εἰσιν. | Γιὰ τοὺς θεοὺς νὰ μιλᾶς ὅπως τοὺς ἁρμόζει. |
Τῶν ζῴων χαλεπώτατόν ἐστι, τῶν μὲν ἀγρίων ὁ τύραννος, τῶν δὲ ἡμέρων ὁ κόλαξ. | Ἀπὸ ὅλα τὰ ζῷα τὰ χειρότερα εἶναι, ἀπὸ τὰ μὲν ἄγρια ὁ τύραννος, ἀπὸ τὰ δὲ ἥμερα ὁ κόλακας. |
Λάλει καίρια. | Νὰ λὲς τὰ σωστά. |
Μὴ ταχὺ λάλει. Μανίαν γὰρ ἐμφαίνει. | Νὰ μὴν βιάζεσαι νὰ μιλᾶς. Γιατὶ αὐτὸ δείχνει ἄνθρωπο μανιακό. |
Φίλει μὲν ὡς ὁ μισήσων, μίσει δὲ ὡς φιλήσων. | Νὰ ἀγαπᾷς, σὰν νὰ πρόκειται νὰ μισήσεις, καὶ νὰ μισεῖς σὰν νὰ πρόκειται νὰ ἀγαπήσεις. |
Ἄριστον δοκεῖν, οἶκον εἶναι ἐν ᾧ τοιοῦτός ἐστιν ὁ δεσπότης δι᾿ αὐτόν, οἷος ἔξω διὰ τὸν νόμον. | Ἀρίστη μοῦ φαίνεται ἡ οἰκία στην ὁποία ὁ οἰκοδεσπότης της μέσα σὲ αὐτὴν συμπεριφέρεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἐπειδὴ τὴν σέβεται, ὅπως συμπεριφέρεται κι ἔξω ἐπειδὴ σέβεται τὸν νόμον. |
Τὸ μὲν ἰσχυρὸν γενέσθαι, τῆς φύσεως ἔργον. Τὸ δὲ λέγειν δύνασθαι τὰ συμφέροντα τῇ πατρίδι, ψυχῆς ἴδιον καὶ φρονήσεως. | Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἰσχυρὸς εἶναι ἔργο τῆς φύσῃς. Τὸ νὰ μπορεῖ νὰ λέει ὅμως αὐτά ποὺ συμφέρουν τὴν πατρίδα εἶναι γνώρισμα τῆς ψυχῆς καὶ τῆς σύνεσης. |
Πείσας λαβέ, μὴ βιασάμενος. | Νὰ παίρνεις ὅταν ἔχεις πείσει τὸν ἄλλον, ὄχι μὲ τὴν βία. |
Νόει τὸ πραττόμενον. | Νὰ κατανοεῖς αὐτὸ τὸ ὁποῖο κάνεις. |
Ὅ,τι ἂν ἀγαθὸν πράττῃς, Θεοὺς μὴ σεαυτὸν αἰτιῶν. | Ὅ,τι καλὸ κάνεις, νὰ τὸ ἀποδίδεις στοὺς θεοὺς ὄχι στον ἑαυτό σου. |
Κτῆσαι ἐν μὲν νεότητι εὐπραξίαν, ἐν δὲ τῷ γηρᾷ σοφίαν. | Νὰ ἀποκτᾶς στὴν μὲν νεότητά σου τὴν εὐτυχία ἀπὸ τὶς σωστὲς πράξεις, στὴν γεροντική σου δὲ ἡλικία, σοφία. |
Ἐφόδιον ἀπὸ νεότητος εἰς γήρας ἀναλαμβάνε σοφίαν. Βεβαιότερον γὰρ τοῦτο ἄλλων κτημάτων. | Ἀπὸ τῇ νεανικῇ σοῦ ἡλικίᾳ νὰ παίρνεις σὰν ἀναγκαῖο ἐφόδιο για τὰ γηρατειὰ τὴν σοφία. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι τὸ σταθερότερο ἀπόκτημα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα. |
Ὧν ἡ τύχη κυρία δοῦναι καὶ ἀφελέσθαι, οὐ δεήσει οὐδενός. | Δὲν ἔχεις ἀνάγκη κανενὸς πράγματος, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἡ τύχη ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ τὰ δίδει ἢ νὰ σοῦ τὰ ἀφαιρεῖ. |
ΘΑΛΗΣ
Πῶς ἄν τις ἀτυχίαν ῥάστα φέρει; Εἰ τοὺς ἐχθροὺς χεῖρον πράσσοντας βλέποι. | Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποφέρει κανεὶς τὴν ἀτυχία πιὸ εὔκολα; Ἂν βλέπει τοὺς ἐχθρούς του νὰ δυστυχοῦν περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνον. |
Τί δύσκολον; Τὸ ἑαυτὸν γνῶναι. | Τί εἶναι δύσκολο; Τὸ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του. |
Εὐδαιμονίαν ἄρχοντος νομίζειν, εἰ τελευτήσειε γηράσας κατὰ φύσιν. | Νὰ θεωρεῖς εὐτυχισμένο τὸν ἄρχοντα ὁ ὁποῖος θὰ κατορθώσει πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα νὰ γεράσει, καὶ ἔπειτα νὰ πεθάνει ἀπὸ φυσικὸ θάνατο. |
Τί δύσκολον θεᾶσαι; γέροντα τύραννον. | Τί εἶναι δύσκολο νὰ δεῖ κανεὶς ; Τύραννο ποὺ πρόφτασε νὰ γεράσει. |
Γεωργοῦ αὔρας καὶ ὀνωνίδας ἀντὶ πυρῶν καὶ κριθῶν συγκομίζειν ἐθέλοντος, οὐδὲν διαφέρει τύραννος ἀνδραπόδων μᾶλλον ἄρχειν ἢ ἀνδρῶν βουλόμενος. | Ὁ τύραννος ποὺ θέλει νὰ κυβερνᾷ περισσότερο δούλους παρὰ ἀνθρώπους ἐλευθέρους, δεν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸν γεωργό που προτιμᾷ νὰ συγκομίζει ἥρας καὶ παράσιτα παρὰ σιτάρι καὶ κριθάρι. |
Κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας. | Ἀρίστη εἶναι ἡ Δημοκρατία ἐκείνη ἡ ὁποία δεν ἔχει, οὔτε ὑπερβολικὰ πλουσίους οὔτε ὑπερβολικὰ φτωχοὺς πολίτες. |
Τί κοινότατον; Ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη παρέστη. | Τί εἶναι τὸ πιὸ κοινὸ σὲ ὅλους; Ἡ Ἐλπίδα. Γιατὶ καὶ τίποτα ἄλλο νὰ μὴν ὑπάρχει, αὐτὴ παρευρίσκεται. |
Τί πρεσβύτερον; Θεός. Ἀγέννητον γάρ ἐστιν. | Τί εἶναι πρεσβύτερον; Ὁ Θεός. Γιατὶ εἶναι ἀγέννητος (προϋπάρχει). |
Πιστὸν γῆ, ἄπιστον θάλασσα, ἄπληστον κέρδος. | Ἀσφαλὴς εἶναι ἡ στεριά, ἐπισφαλὴς ἡ θάλασσα, ἀχόρταγο τὸ κέρδος. |
Ἀγάπα τὸν πλησίον. | Νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου. |
Τί ἰσχυρότατον; Ἀνάγκη. Μόνον γὰρ ἀνίκητον. | Τί εἶναι ἰσχυρότατο; Ἡ ἀνάγκη. Γιατὶ μόνο αὐτὴ δεν νικᾶται. |
Τῆς γῆς ἀναιρεσθείσης σύγχυσιν τὸν ὅλον ἕξειν κόσμον. | Ἂν ἡ γῆ καταστραφεῖ, ὁλόκληρος ὁ κόσμος (Σύμπαν) θὰ ἀναστατωθεῖ. |
Γεώδη τὰ ἄστρα. | Τὰ ἄστρα ἀποτελοῦνται ἀπὸ τὰ ἴδια συστατικὰ μὲ τὴν γῆ. |
Εἰρήνην ἀγάπα. | Νὰ ἀγαπᾷς τὴν εἰρήνη. |
Καιρὸν γνῶθι. | Νὰ γνωρίζεις τὴν ἀξία τοῦ καιροῦ. |
Τί σοφώτερον; Χρόνος. Τὰ μὲν γὰρ εὕρηκεν οὖτος ἤδη, τὰ δ᾿ εὑρήσει. | Τί εἶναι τὸ πιὸ σοφό; Ὁ χρόνος. Γιατὶ αὐτὰ μὲν αὐτὸς τὰ ἔχει ἀνακαλύψει ἤδη, τὰ ἄλλα δὲ θὰ τὰ ἀνακαλύψει στο μέλλον. |
Τί βλαβερώτατον; Κακία. Καὶ γὰρ τὰ χρηστὰ βλάπτει παραγενομένη. | Τί εἶναι τὸ πιὸ βλαβερό; Ἡ κακία. Γιατὶ βλάπτει καὶ τὰ καλὰ ὅταν τὰ πλησιάσει. |
Τί κάλλιστον; Κόσμος. Πᾶν γὰρ τὸ κατὰ τάξιν τούτου μέρος ἐστί. | Τί εἶναι ὡραιότατο; Ὁ Κόσμος. Γιατὶ ὀτιδήποτε γίνεται μὲ τάξη, εἶναι δικό του μέρος. |
Κάλλιστον Κόσμος. Ποίημα γὰρ Θεοῦ. | Τὸ ὡραιότερο πρᾶγμα εἶναι ὁ Κόσμος. Γιατὶ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. |
Τί τάχιστον; Νοῦς. Διὰ παντὸς γὰρ τρέχει. | Τί εἶναι ταχύτατο; Ὁ Νοῦς. Γιατὶ τρέχει διὰ μέσου ὅλων. |
Ἀπραγοῦντας μὴ ὀνειδίζε. Ἐπὶ γὰρ τούτους νέμεσις Θεῶν κάθηται. | Τοὺς ὀκνηροὺς μὴν τοὺς κατηγορεῖς. Γιατὶ πάνω τους κάθεται ἀπὸ τώρα ἡ τιμωρία τῶν θεῶν. |
Οὐ χεῖρον μοιχείας ἐπιορκία. | Ἡ καταπάτηση τοῦ ὅρκου δεν εἶναι λιγότερο ἀνήθικη πράξη ἀπὸ τὴν μοιχεία. |
Τὸ παρὸν εὖ ποίει. | Νὰ καθιστᾶς εὐχάριστο τὸν παρόντα καιρό σου. |
Ὅσα νεμεσᾷς τῷ πλησίῳ, αὐτὸς μὴ ποίει. | Ὅσα μισεῖς στὸν διπλανό σου, ἐσὺ ὁ ἴδιος μὴν τὰ κάνεις. |
Μὴ διαβαλλέτω σὲ λόγος πρὸς τοὺς πίστεως κεκοινωνηκότας. | Ἡ συκοφαντία νὰ μὴ σὲ κάνει νὰ χάνεις τὴν ἐμπιστοσύνη σου, ἀπὸ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους συναλλάσσεσαι. |
Τί εὔκολον; Τὸ ἄλλῳ ὑποτίθεσθαι. | Τί εἶναι εὔκολο; Τὸ νὰ συμβουλεύει κανεὶς τὸν ἄλλον. |
Φίλων παρόντων καὶ ἀπόντων μεμνῆσθαι. | Πρέπει νὰ ἐνθυμούμεθα τοὺς φίλους ὄχι μόνο ὅταν εἶναι παρόντες ἀλλὰ καὶ ὅταν εἶναι ἀπόντες. |
Τὸν φίλον κακῶς μὴ λέγε, μὴ δ᾿ εὖ τὸν ἐχθρόν. Ἀσυλλόγιστον γὰρ τὸ τοιοῦτον. | Τὸν φίλο σου νὰ μὴν τὸν κακολογεῖς, οὔτε καὶ νὰ ἐπαινεῖς τὸν ἐχθρό. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἀνόητο. |
ΧΙΛΩΝ
Ἀτυχοῦντα μὴ ἐπιγελᾷν. | Ἐκεῖνον ποὺ ἀτύχησε νὰ μὴν τὸν περιγελοῦμε. |
Γνῶθι σαὑτόν. | Νὰ γνωρίζεις τὸν ἑαυτό σου. |
Χαλεπώτατον τὸ γνώσκειν ἑαυτόν. Πολλὰ γὰρ ὑπὸ φιλαυτίας ἕκαστον ἑαυτῷ προστιθέναι. | Δυσκολότατο εἶναι νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του. Διότι κάθε ἕνας, λόγῳ τοῦ ἐγωισμοῦ του, προσθέτει πολλὰ καλὰ στο ἄτομό του (ποὺ δὲν τὰ ἔχει). |
Κάλλιστον εἶναι βασιλέα τὸν μὴ μόνον τοῦ φοβερὸν εἶναι φροντίζοντα. | Παρὰ πολὺ κακὸς εἶναι ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος φροντίζει νὰ μὴν προξενεῖ μόνο φόβο. |
Τὸν ἄρχοντα χρῆναι μηδὲν φρονεῖν θνητὸν ἀλλὰ πάντ᾿ ἀθάνατα. | Ὁ Ἄρχων πρέπει τίποτα νὰ μὴν σκέπτεται σὰν θνητός, ἀλλὰ σὰν ἀθάνατος. |
Τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν. | Ἐκεῖνον ποὺ ἔχει πεθάνει νὰ μὴν τὸν κακολογεῖς. |
Ζημίαν αἱρεῖσθαι μᾶλλον, ἢ κέρδος αἰσχρόν. Ἡ μὲν ἅπαξ ἐλύπησε. Τὸ δὲ διὰ παντός. | Νὰ προτιμᾷς τὴν ζημία, ἀπὸ τὸ αἰσχρὸ κέρδος. Γιατὶ ἡ μὲν ζημία μία φορὰ προξενεῖ λύπη, ἐνῶ τὸ τέτοιου εἴδους κέρδος σὲ λυπεῖ συνεχῶς. |
Γλώττης κρατεῖν καὶ μάλιστα ἐν συμποσίῳ. | Νὰ συγκρατεῖς τὴν γλῶσσά σου καὶ προπάντων σὲ συμπόσια. |
Γλῶττα μὴ προτρεχέτω τοῦ νοῦ. | Νὰ μὴν προτρέχει ἡ γλῶσσα τῆς σκέψης. |
Ἐν λιθίναις ἀκόναις ὁ χρυσὸς ἐξετάζεται διδοὺς βάσανον φανεράν. Ἐν δὲ χρυσῷ ἀνδρῶν ἀγαθῶν τε κακῶν τε νοῦς ἔδωκ᾿ ἔλεγχον. | Ὁ χρυσὸς ἐλέγχεται πάνω σὲ πέτρινα ἀκόνια, δίδοντας ἔτσι ἀποδείξη τῆς γνησιότητάς του. Πάνω ὅμως στὸν χρυσό, ἡ λογικὴ ἐλέγχει τὸν χαρακτῆρα τῶν καλῶν καὶ τῶν κακῶν ἀνθρώπων. |
Χρόνου φείδου. | Νὰ κάνεις οἰκονομία στὸν χρόνο σου. |
ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΣ
Εὐδαιμονίαν ἄρχοντος νομίζειν εἰ μηδενὶ πιστεύοι τῶν συνόντων. | Νὰ θεωρεῖτε ὡς εὐτυχῆ τὸν ἄρχοντα ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δεν ἔχει ἐμπιστοσύνη σὲ κανένα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν περιβάλλουν. |
Εὐποροῦντα μὴ ὑπερήφανον εἶναι, ἀποροῦντα μὴ ταπεινοῦσθαι. | Ὅταν εἶσαι πλούσιος νὰ μὴν εἶσαι ὑπερήφανος, ὅταν δὲ εἶσαι φτωχὸς νὰ μὴν ταπεινώνεσαι. |
Ὅταν τις ἐξιῇ τῆς οἰκίας ζητείτω, πρώτερον τί μέλλει πράσσειν καὶ ὅταν εἰσέλθῃ πάλιν ζητείτω τί ἔπραξε. | Ὅταν κάποιος ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ σπίτι του ἂς ἐξετάζει τί πρόκειται νὰ κάνει καὶ ὅταν εἰσέλθει πάλι ἂς ἐξετάζει τί ἔκανε. |
Ὀψιμανθῆ εἶναι μᾶλλον ἢ ἀμαθῆ. | Καλλίτερα νὰ μαθαίνεις ἔστω καὶ ἀργὰ παρὰ νὰ παραμένεις ἀμαθής. |
Ἀρετῆς οἰκεῖον εἶναι, κακίας ἀλλότριον. | Γνώρισμα τῆς ἀρετῆς εἶναι, κάθετί που εἶναι ξένο στὴν κακία. |
Λόγων τε πλῆθος. Ἀλλ᾿ ὁ καιρὸς ἀρκέσει. | Ἀπὸ λόγια ὑπάρχουν πλῆθος. Ἀλλὰ ὁ καιρὸς θὰ δείξει. |
Γυναικὶ μὴ φιλοφρονεῖσθαι, μηδενὶ μάχεσθαι, ἀλλοτρίων παρόντων. Τὸ μὲν γὰρ ἄνοιαν, τὸ δὲ μανίαν σημαίνειν. | Πρὸς τὴν γυναῖκα σου μπροστὰ σὲ ξένους οὔτε πολλὲς φιλοφρονήσεις νὰ τῆς κάμεις, οὔτε νὰ εἶσαι ἐριστικὸς μαζί της. Γιατὶ τὸ μὲν πρῶτο φανερώνει μωρία, τὸ δὲ δεύτερο παραφροσύνη. |
Βία μηδὲν πράττειν. | Τίποτα μὴν κάνεις μὲ τὴν βία. |
Μὴ ματαίως ἄχαρις γινέσθω. | Νὰ μὴν γίνεσαι δυσάρεστος χωρὶς λόγο. |
Ἔχθραν διαλύειν. | Νὰ διαλύεις τὴν ἔχθρα ποὺ ἔχεις μὲ κάποιον. |
Δεῖ παιδεύεσθαι καὶ τὰς παρθένους. | Πρέπει νὰ μορφώνονται καὶ τὰ κορίτσια. |
Τὸν τοῦ δήμου ἐχθρὸν πολέμιον νομίζειν. | Τὸν ἐχθρὸ τοῦ λαοῦ νὰ τὸν θεωρεῖς καὶ δικό σου ἐχθρό. |
Φρόνει τὸ κεδνόν. | Νὰ σκέπτεσαι κάτι πολύτιμο (ποὺ νὰ ἀξίζει). |
ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ
Τοὺς μέλλοντας ἀσφαλῶς τυραννήσειν, δεῖ τῇ εὐνοίᾳ δορυφορεῖσθαι καὶ μὴ τοῖς ὅπλοις. | Ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διατηρήσουν μὲ βεβαιότητα τὴν ἐξουσία, πρέπει νὰ μὴν τὴν ἐπιβάλλουν μὲ τὴ βία ἀλλὰ μὲ τὴν καλοσύνη. |
Τῷ κατ᾿ ἀνάγκην ἄρχοντα καὶ τὸ ἑκουσίως ἀποστῆναι κίνδυνον φέρει. | Σὲ ἐκεῖνον ποὺ κυβερνᾷ μὲ τὴν βία καὶ ἡ ἑκούσια ἀκόμη ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν ἀρχή, περιέχει κινδύνους. |
Κέρδος αἰσχρὸν βαρὺ κειμήλιον. | Τὸ ἀνήθικο κέρδος εἶναι βαρειὰ κληρονομιά. |
Λοιδόρει ὡς ταχὺ φίλος ἐσόμενος. | Ὅταν κατηγορεῖς κάποιον, νὰ τὸ κάνεις σὰν νὰ πρόκειται σύντομα νὰ γίνεις φίλος του. |
Ἐλευθερία ἐστὶ ἀγαθὴ συνείδησις. | Ἐλευθερία εἶναι ἡ ἤρεμη συνείδηση. |
Καιρὸν πρόσμενε. | Περίμενε τὸν κατάλληλο καιρό. |
Φίλοις εὐτυχοῦσι καὶ ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι. | Στοὺς φίλους νὰ συμπεριφέρεσαι τὸ ἴδιο καὶ ἂν εὐτυχοῦν καὶ ἂν δυστυχοῦν. |
Ἀληθείας ἔχου. | Νὰ λὲς τὴν ἀλήθεια. |
Θνητὰ φρόνει. | Νὰ σκέπτεσαι ὅπως ἁρμόζει σὲ θνητούς. |
Σαυτοῦ μὴ ἀμελεῖ. | Νὰ μὴν παραμελεῖς τὸν ἑαυτό σου. |
Δυστυχῶν, κρύπτε, ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς. | Ὅταν δυστυχεῖς ἀπόκρυβε τὴν δυστυχία σου, για νὰ μὴν εὐχαριστήσεις τοὺς ἐχθρούς σου. |
Ἔριν μίσει. | Νὰ μισεῖς τις φιλονικίες. |
Μελέτα τὸ πᾶν. | Νὰ ἐρευνᾷς τὰ πάντα. |
Χάριν ἀπόδος. | Νὰ ἀνταποδίδεις μιὰ χάρη ποὺ σοῦ ἔκαναν. |
Εὐεργέτας τίμα. | Νὰ τιμᾶς τοὺς εὐεργέτες σου. |
Λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰς μὴ ποιοῦ. | Νὰ μὴν ἀποκαλύπτεις μυστικὰ λόγια. |
Μὴ ἐπὶ παντὶ λυποῦ. | Νὰ μὴν λυπάσαι για τὸ κάθε τι. |
Ἁμαρτὼν μεταβουλεύου. | Ἐὰν κάμεις κάποιο σφάλμα νὰ τὸ ἀναγνωρίζεις καὶ νὰ μετανοεῖς. |
Φθονέεσθαι κρέσσον ἐστὶν ἢ οἰκτείρεσθαι. | Εἶναι καλύτερα νὰ σὲ φθονοῦν παρὰ νὰ σὲ λυποῦνται. |
Θνῇσκε ὑπὲρ Πατρίδος. | Νὰ πεθαίνεις γιὰ τὴν Πατρίδα σου. |
Χόλου κρατέειν. | Νὰ κυριαρχεῖς τοῦ θυμοῦ σου. |
Ἐπισφαλὴς προπέτεια. | Ἡ ἀπερισκέπτη βιασύνη εἶναι ἐπικίνδυνη. |
Ἱκέτας ἐλέει. | Νὰ συγχωρεῖς αὐτοὺς ποὺ σὲ παρακαλοῦν. |
Διαβολὴν μίσει. | Νὰ μισεῖς τὶς διαβολές. |
Σοφοῖς χρῴ. | Νὰ συναναστρέφεσαι τοὺς σοφούς. |
Μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κωλῦε. | Νὰ μὴν ἀρκεῖσαι στο νὰ τιμωρεῖς αὐτούς που διαπράττουν σφάλματα ἀλλὰ νὰ ἐμποδίζεις καὶ ἐκείνους ποὺ πρόκειται νὰ τὸ κάνουν. |
Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς, διατήρει. | Ἐκεῖνο για τὸ ὁποῖο θὰ συμφωνήσεις, νὰ τὸ διαφυλάτεις (νὰ κρατᾶς τὸν λόγο σου). |
ΠΙΤΤΑΚΟΣ
Ἀτυχίαν μὴ ὀνειδίζειν, νέμεσιν αἰδούμενον. | Τὴν ἀτυχία νὰ μὴν τὴν κοροϊδεύεις, σεβόμενος τὴν θεία δικαιοσύνη. |
Σωφροσύνην φιλεῖν. | Νὰ ἀγαπᾷς τὴν σωφροσύνη. |
Οὐδὲν ἄγαν. | Τίποτα μὴν κάνεις σὲ ὑπερβολικὸ βαθμό (δίχως μέτρο). |
Ἀρχὴ ἄνδρα δείκνυσιν. | Ἡ ἐξουσία δείχνει τὸν ἄνδρα. |
Ἄρχων, κόσμει σαυτόν. | Ὅταν κυβερνᾷς νὰ στολίζεσαι (μὲ ἀρετές). |
Τοὺς ὑπηκόους ὁ ἄρχων παρασκευάσειε φοβεῖσθαι μὴ αὐτὸν ἀλλ᾿ ὑπὲρ αὐτοῦ. | Ὁ ἄρχων πρέπει νὰ κάνει τοὺς ὑπηκόους του νὰ φοβοῦνται ὄχι αὐτὸν ἀλλὰ μήπως αὐτὸς πάθει τίποτα. |
Κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν ὅπου τοῖς πονηροῖς οὐκ ἔξεστιν ἄρχειν καὶ τοῖς ἀγαθοῖς οὐκ ἔξεστιν μὴ ἄρχειν. | Ἰσχυροτάτη εἶναι ἡ δημοκρατία ἐκείνη ὅπου στοὺς μὲν πονηροὺς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κυβερνοῦν, στους δὲ καλοὺς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μὴν κυβερνοῦν. |
Ἀργὸς μὴ ἴσθι, μήδ᾿ ἂν πλουτῇς. | Μὴν μένεις χωρὶς ἐργασία ἄκομα καὶ ἂν εἶσαι πλούσιος. |
Ἀνάγκα δ᾿ οὐδὲ θέοι μάχονται. | Ἐναντίον τῆς ἀνάγκης, οὔτε καὶ οἱ Θεοὶ μποροῦν νὰ δώσουν μάχη. |
Χαλεπὸν τὸ εὖ γνῶναι. | Εἶναι δύσκολο πρᾶγμα νὰ ξέρεις τί εἶναι τὸ σωστό. |
Μὴ πᾶσι πίστευε. | Νὰ μὴν πιστεύεις σὲ ὅλους. |
Φοβοῦ τὰ αἰσχρά. | Νὰ φοβάσαι αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀνήθικα. |
Κάτοπτρον εἴδους χαλκός ἐστιν, οἶνος δὲ νοῦ. | Ὁ χαλκὸς εἶναι καθρέπτης τοῦ προσώπου, ὁ οἶνος δὲ τοῦ μυαλοῦ. |
Διδάσκε καὶ μανθάνε τὸ ἄμεινον. | Νὰ διδάσκεις καὶ νὰ μαθαίνεις ὅ,τι εἶναι τὸ καλύτερο. |
Μὴ πλούτει κακῶς. | Νὰ μὴν ἀποκτὰς πλούτη μὲ κακὸ τρόπο. |
ΣΟΛΩΝ
Ἄρχεσθαι μαθών, ἄρχειν ἐπιστήσῃ. | Ἂν μάθεις πρῶτα νὰ κυβερνᾶσαι, θὰ μάθεις καὶ νὰ κυβερνᾷς. |
Μετριώτερον ἄρχοντα ποιεῖ καὶ τύραννον ἐπιεικέστερον ὁ πείθων ὡς ἄμεινον εἴη τὸ μὴ ἄρχειν ἢ τὸ ἄρχειν. | Μετριοπαθέστερο κάνει τὸν ἄρχοντα καὶ ἐπιεικέστερο τὸν τύραννο, ἐκεῖνος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς πείσει ὅτι προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μὴν κυβερνοῦν παρὰ νὰ κυβερνοῦν. |
Ἀνδρῶν δ᾿ ἐκ μεγάλων πόλις ὄλλυται. | Ἡ πατρίδα ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες καταστρέφεται. |
Ὁ τῶν περισσῶν ζῆλος, εὐθὺς ἀκολουθεῖ καὶ συνοικίζεται τῇ χρείᾳ τῶν ἀναγκαίων. | Ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία για τὴν ἀποκτήση περιττῶν πραγμάτων, ἀκολουθεῖ εὐθὺς ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποκτήση τῶν ἀναγκαίων. |
Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε. | Κανένα νὰ μὴν καλοτυχίζεις πρὶν νὰ δεῖς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. |
Χρῲ τοῖς Θεοῖς. | Νὰ χρησιμοποιεῖς (ἐπικαλεῖσαι) τοὺς θεούς. |
Πάντη δ᾿ ἀθανάτων ἀφανὴς νόος ἀνθρώποισιν. | Ἡ σκέψη τῶν ἀθανάτων θεῶν εἶναι ἀνεξερεύνητη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. |
Τὸ Θεῖον φθονερὸν καὶ ταραχῶδες. | Οἱ Θεοὶ εἶναι γεμάτοι φθόνο καὶ δημιουργοῦν ταραχές. |
Τὸν λόγον εἴδωλον εἶναι τῶν ἔργων. | Ὁ λόγος εἶναι ἡ εἰκόνα τῶν ἔργων. |
Ὅσον ἐν πολέμῳ δύναται σίδηρος τοσούτον ἐν πολιτείᾳ λόγος εὖ ἔχων ἰσχύει. | Ὅση δύναμη ἔχει στον πόλεμο ὁ σίδηρος, ἄλλη τόση δύναμη ἔχει στην Πολιτεία ὁ λόγος. |
Τοῖς σεαυτοῦ πρᾶος ἴσθι. | Στοὺς δικούς σου ἀνθρώπους νὰ εἶσαι πρᾶος. |
Γηράσκων δ᾿ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος. | Γηράσκω συνεχῶς καὶ πάντοτε μαθαίνοντας. |
Τὰ σπουδαῖα μελέτα. | Νὰ μελετᾷς ὅ,τι ἀξίζει νὰ μελετηθεῖ. |
Ἔργασιν ἐν μεγάλοις, πᾶσιν ᾄδειν χαλεπόν. | Σὲ μεγάλα ἔργα εἶναι δύσκολο νὰ εἶναι ὅλοι εὐχαριστημένοι. |
Συμβούλευε μὴ τὰ ἥδιστα, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα. | Νὰ συμβουλεύεις ὄχι τὰ πιὸ εὐχάριστα, ἀλλὰ τὰ πιὸ ὠφέλιμα. |
Φίλους μὴ ταχὺ κτῷ, οὖς δ᾿ ἂν κτήσῃ, μὴ ταχὺ ἀποδοκίμαζε. | Φίλους νὰ μὴν ἀποκτᾶς σύντομα, ἐκείνους ὅμως ποὺ θὰ ἀποκτήσεις νὰ μὴν τοὺς ἀποδοκιμάζεις εὔκολα. |
Μὴ ψεύδου, ἀλλ᾿ ἀλήθευε. | Νὰ μὴν λες ψεύδη, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια. |
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου