Για να δούμε τις αναφορές στην ελληνική λέξη σκόλοψ στις αναφορές του εγχειρήματος "Περσέας" ...
και τις αναφορές της βίβλου στη λέξη αυτή ...
Ο σκόλοψ είναι α) ότι αιχμηρό β) χειρουργικό εργαλείο για την ουρήθρα γ) αγκίστρι.
Ποιά από τις άνωθεν αναφορές τυγχάνει να αποδίδει το νόημα στην επιστολή του Παύλου;
Ας λάβουμε υπ᾽ όψιν ότι ο ωραιομορφισμός των μεταφράσεων διαλέγει την ηπιώτερη των "κακών" και την ενδοξότερη των "καλών" νοημάτων.
Στη πραγματικότητα ο ωραιομορφισμός είναι επίτηδες παραμόρφωση της αλήθειας.
Παραβάλλονται κείμενα της βίβλου και του Περσέα:
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β΄ 12:7 Greek NT: Westcott/Hort with Diacritics
καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων. διὸ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατανᾶ, ἵνα με κολαφίζῃ. ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β΄ 12:7 Greek NT: Greek Orthodox Church
Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β΄ 12:7 Greek NT: Tischendorf 8th Ed. with Diacritics
καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατανᾶ, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β΄ 12:7 Greek NT: Stephanus Textus Receptus (1550, with accents)
καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β΄ 12:7 Greek NT: Byzantine/Majority Text (2000)
και τη υπερβολη των αποκαλυψεων ινα μη υπεραιρωμαι εδοθη μοι σκολοψ τη σαρκι αγγελος σαταν ινα με κολαφιζη ινα μη υπεραιρωμαι
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β΄ 12:7 Greek NT: Textus Receptus (1894)
και τη υπερβολη των αποκαλυψεων ινα μη υπεραιρωμαι εδοθη μοι σκολοψ τη σαρκι αγγελος σαταν ινα με κολαφιζη ινα μη υπεραιρωμαι
καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων. διὸ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατανᾶ, ἵνα με κολαφίζῃ. ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.
Περσεύς :
σκόλοψ , οπος, ὁ,
A. anything pointed: esp. pale, stake, “ κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι” Il.18.177; for impaling, E.IT1430, El.898; “ ἐπὶ σκόλοψι ἀναρτᾶσθαι” D.S.33.15: pl. σκόλοπες, palisade, “ τείχεα . .σκολόπεσσιν ἀρηρότα” Od.7.45; freq. in Il., “ ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν” 7.441; “ διά τεσκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν” 8.343, cf. 12.63, 15.344; “ σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος κατέπηξαν” Hdt.9.97, cf. E.Rh.116, X. An.5.2.5 (Att. usually σταύρωμα).
3. an instrument for operating on the urethra, Heliod. ap. Orib.50.9.4.
|
|
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου